- ιβιοπρόσωπος
- ἰβιοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο ίβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰβιοπρόσωπον — ἰβιοπρόσωπος ibis faced masc/fem acc sg ἰβιοπρόσωπος ibis faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… … Dictionary of Greek